δίστοιχος

δίστοιχος
η , ο [ος , ον ]
1) двухрядный; 2) в две шеренги, двухшереножный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δίστοιχος" в других словарях:

  • δίστοιχος — in two rows masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστοιχος — ο (AM δίστοιχος) [στοίχος] αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές …   Dictionary of Greek

  • δίστοιχος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο σειρές, από δύο γραμμές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διστοίχους — δίστοιχος in two rows masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστοίχων — δίστοιχος in two rows masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστοιχα — δίστοιχος in two rows neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστοιχοι — δίστοιχος in two rows masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστοιχία — η (AM διστοιχία) [δίστοιχος] παράταξη σε δύο στοίχους, διπλή σειρά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»